- ομόλυση
- ηχημ. χημική αντίδραση που συνίσταται στη συμμετρική θραύση ενός ομοιοπολικού δεσμού, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό δύο σωματιδίων με το ίδιο ηλεκτρικό φορτίο, τα οποία έχουν ορισμένο αριθμό ασύζευκτων ηλεκτρονίων.
Dictionary of Greek. 2013.